- μαρμαρυγή
- μαρμαρυγήflashingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρμαρυγή — η (AM μαρμαρυγή) λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών τού… … Dictionary of Greek
μαρμαρυγῇ — μαρμαρύσσω flash aor subj pass 3rd sg μαρμαρυγή flashing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγή — η 1. λάμψη, ακτινοβολία. 2. (ιατρ.), καρδιακή αρρυθμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρμαρυγαῖς — μαρμαρυγή flashing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγαῖσι — μαρμαρυγή flashing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγαί — μαρμαρυγή flashing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγῆς — μαρμαρυγή flashing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγήν — μαρμαρυγή flashing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγῶν — μαρμαρυγή flashing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek